Μετά την εξαφάνιση της δεκαοχτάχρονης Ρόζι Άντερσον, το ειδυλλιακό χωριό
όπου έµενε δε θα είναι ποτέ ξανά το ίδιο. Ενοχές κατακλύζουν την
κηπουρό της περιοχής, Κέιτ. Η Γκρέις, η µοναχοκόρη της, ήταν συµµαθήτρια
της Ρόζι. Η Ρόζι ήταν όµορφη, ευγενική και καλόκαρδη. Προερχόταν από
µια δεµένη, ευκατάστατη οικογένεια και είχε µπροστά της όλη της τη ζωή.
Ποιος µπορεί να ήθελε να της κάνει κακό; Και γιατί; Η Κέιτ είναι σίγουρη
ότι κάτι σηµαντικό διαφεύγει την προσοχή της αστυνοµίας. Είναι βέβαιη
πως κάποιος στο χωριό γνωρίζει περισσότερα απ’ ό,τι αφήνει να φανεί. Όσο
οι έρευνες εντείνονται, τόσο εντείνεται και η εµµονή της Κέιτ να
διαλευκάνει το µυστήριο.
Κατεβάζω το ακουστικό και στέκοµαι εκεί, τελείως ακίνητη.
«Μαµά; Τι τρέχει;»
Τα πάντα σε αυτό το σπίτι αφορούν την Γκρέις. Στα δεκαοχτώ, επιτρέπεται να έχει µυστικά, κανένας άλλος όµως.
«Η Τζο ήταν. Έχει συµβεί κάτι πολύ παράξενο. Αγνοείται η Ρόζι».
Ζώντας στα αντίθετα άκρα ενός µικρού χωριού, µε τις κόρες µας στο ίδιο
σχολείο, η Τζο κι εγώ ανήκουµε σε µια οµάδα από µητέρες που
συναντιούνται πού και πού. Ξέρω ότι είναι παντρεµένη µε τον Νιλ, έναν
διάσηµο δηµοσιογράφο, µε ένα όµορφο πρόσωπο που το έχω δει να µε
κοιτάζει µέσα από την τηλεοπτική οθόνη, πιο συχνά απ’ ό,τι τον έχω
συναντήσει στην πραγµατικότητα, να δίνει ανταποκρίσεις µέσα από
εµπόλεµες ζώνες. Ότι έχουν δύο κόρες, οδηγούν καινούρια αυτοκίνητα –το
δικό της ένα Range Rover και του Νιλ ένα BMW X5– και ζουν σε αυτό το
µεγάλο σπίτι, σχεδιασµένο από αρχιτέκτονα, στο οποίο έχω µπει µόνο µία ή
δύο φορές. Είναι µια φιλία που αρκείται σε έναν περιστασιακό καφέ ή ένα
µεσηµεριανό γεύµα µε κουτσοµπολιά, όµως είναι η Ρόζι η οποία έχει
τραβήξει την προσοχή µου. Είναι συνοµήλικες, η Γκρέις και η Ρόζι, µόλις
αποφοίτησαν από το σχολείο, σε λίγες εβδοµάδες θα ξεκινήσουν το
πανεπιστήµιο, στο οποίο κόπιασαν για να περάσουν, όµως οι οµοιότητες
σταµατούν εδώ. Πιο ήσυχη από την παρέα της Γκρέις, γνωρίζω τη Ρόζι ως το
συνεσταλµένο κορίτσι που συµµερίζεται την αγάπη µου για τα άλογα.