Το πέρασμα πέντε γυναικών και ενός μωρού –γιαγιά, μάνα, τρία
μικρά κορίτσια κι ένα αβάφτιστο αγόρι– από το Αϊβαλί στη Μυτιλήνη, το
1922, με βάση πραγματικές μαρτυρίες. Οι εφτά άντρες της οικογένειας
έμειναν πίσω και δεν άφησαν κανένα ίχνος, σαν να τους ρούφηξε η γη.
Αυτό
το πέρασμα μοιάζει με τις ματριόσκες, τις ρώσικες κούκλες-φωλιές που η
καθεμιά τους κρύβει πολλές μικρότερες, γιατί όσο ανοίγεις τις φωλιές της
ιστορίας, τόσο βρίσκεις ότι τα καταχωνιασμένα περάσματα είναι πολλά. Η
βασική αφηγήτρια είναι η μεγαλύτερη από τα τρία κορίτσια, η Ελένη, εννιά
χρονών εκείνη τη σημαδιακή χρονιά.
Υλικά του μικρασιατικού αυτού
αφηγήματος αποτέλεσαν η μυθοπλασία, μαρτυρίες Αϊβαλιωτών που μέσα στις
δεκαετίες καταγράφηκαν σε βιβλία και στον τύπο –ένας από τους Αϊβαλιώτες
αυτούς είναι και ο Ηλίας Βενέζης, το λογοτεχνικό έργο του οποίου φώτισε
πολλές πτυχές της ιστορίας–, ιστορικά γεγονότα, μνήμες από τις
οικογένειες των παππούδων της συγγραφέα και η πανταχού παρούσα στη ζωή
της προφορική παράδοση.
«Ξέρεις, κι οι καημοί λιγοστεύουν και χάνονται. Στην αρχή,
μοιάζουν με θεόρατα κύματα από τσιρίδες που πλησιάζουν, έρχονται και μας
ξεκουφαίνουν, κυριεύουν ολόκληρη τη ζωή μας, κι ύστερα σιγά σιγά
ξεμακραίνουν, ώσπου, σαν έρθει το πλήρωμα του χρόνου, βουλιάζουν πίσω
από τον ορίζοντα και δε μας ταράζουν πια»